- μῦθολογεύω
- μῦθο-λογεύω: relate. (Od.)
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
μυθολογεύω — (Α) 1. διηγούμαι διεξοδικώς μια ιστορία 2. (γενικά) διηγούμαι, λέγω. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού μυθολογώ < μυθολόγος + κατάλ. εύω για μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
μυθολογεύω — μῡθολογεύω , μυθολογεύω tell word for word pres subj act 1st sg μῡθολογεύω , μυθολογεύω tell word for word pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυθολογεύῃ — μῡθολογεύῃ , μυθολογεύω tell word for word pres subj mp 2nd sg μῡθολογεύῃ , μυθολογεύω tell word for word pres ind mp 2nd sg μῡθολογεύῃ , μυθολογεύω tell word for word pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυθολογεύει — μῡθολογεύει , μυθολογεύω tell word for word pres ind mp 2nd sg μῡθολογεύει , μυθολογεύω tell word for word pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυθολογεύειν — μῡθολογεύειν , μυθολογεύω tell word for word pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμυθολόγευε — ἐμῡθολόγευε , μυθολογεύω tell word for word imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)